ἐπέπιπτον

ἐπέπιπτον
ἐπέπῑπτον , ἐπιπίπτω
fall upon
imperf ind act 3rd pl
ἐπέπῑπτον , ἐπιπίπτω
fall upon
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπατώ — (AM καταπατῶ, έω) 1. πατώ ισχυρά με τα πόδια, ποδοπατώ (α. «τα άλογα αφηνίασαν και καταπάτησαν πολλά άτομα» β. «ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καἰ κατεπάτουν», Θουκ.) 2. αθετώ, παραβαίνω, περιφρονώ (α. «μην καταπατήσεις τον όρκο σου» β. «καταπατήσας τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”